Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών: Πως μπορούν να προστατεύσουν οι γονείς τα παιδιά τους
Στην Ευρώπη 1 στα 5 παιδιά έχει βιώσει στη ζωή του τουλάχιστον ένα περιστατικό σεξουαλικής βίας, ποσοστό που σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο Τίνια Απέργη, «αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου», γιατί αφορά μόνο τα περιστατικά που έχουν φτάσει στις αρχές ή έχουν γίνει γνωστά σε σχετικούς φορείς μέσω ερωτηματολογίων κλπ.
Στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο ποσοστό έχει πέσει στο 1 στα 10, το οποίο αποδίδεται στην προσπάθεια που έχει γίνει στην πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, εξηγεί η κ. Απέργη.
Η κ. Απέργη, ως συνεργάτης του Σωματείου ΕΛΙΖΑ, συμμετέχει στο πρόγραμμα «Ασφαλές Άγγιγμα» το οποίο απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 5 έως 9 ετών, εκπονείται στα σχολεία με πρωτοβουλία των δασκάλων και μαθαίνει τα παιδιά πώς να προστατεύονται από τη σεξουαλική κακοποίηση.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε μαζί της για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών, τους παράγοντες που την επηρεάζουν και πώς μπορούν τα παιδιά να προστατευτούν.
Η ντροπή και ο φόβος των θυμάτων να μιλήσουν
Ένας μεγάλος αριθμός περιστατικών παραμένει άγνωστος, καθώς «9 στις 10 φορές ο δράστης είναι γνωστός στο παιδί και τα θύματα ντρέπονται ή φοβούνται να μιλήσουν», λέει η κ. Απέργη και προσθέτει: «Φοβούνται ότι θα διαλυθεί η οικογένειά τους. Σημαντικό είναι και το θέμα της ντροπής, ακόμα κι αν το θύμα το αποκαλύψει, η οικογένεια συχνά θα το αποσιωπήσει».
Είτε 3, είτε 13 χρονών, τα αντιφατικά συναισθήματα είναι κοινά, υπογραμμίζει η κ. Απέργη: «πώς γίνεται κάποιος, ο οποίος υποτίθεται ότι με αγαπά και με προστατεύει, μπορεί να μου κάνει κακό». Για το λόγο αυτό, τα παιδιά είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουν, ενώ κλονίζεται η εμπιστοσύνη τους για όλους τους ενήλικες. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι θύτες είναι άνθρωποι, που τα παιδιά τους εμπιστεύονται, για αυτό και τους επιτρέπουν να έρθουν κοντά σωματικά. Το 75% των θυμάτων δε θα πει κάτι στον πρώτο χρόνο, ενώ το 45% δε θα μιλήσει για τουλάχιστον 5 χρόνια, περιγράφει η κ. Απέργη.
Dark web, παιδική πορνογραφία και live κακοποιήσεις
Ένας καινούργιος παράγοντας, που δεν έχει αξιολογηθεί αρκετά ακόμα είναι το διαδίκτυο και ειδικότερα το dark web ή αλλιώς «το σκοτεινό δίκτυο», ένας «ανώνυμος διαδικτυακός ιστός, στον οποίο σκιώδεις χρήστες έχουν πρόσβαση σε κρυφές υπηρεσίες» (Wikipedia). Στο dark web κυκλοφορεί παιδική πορνογραφία -έντυπα, βίντεο, ενώ αυξάνονται διαρκώς οι live, ζωντανές, κακοποιήσεις. «Είναι απίστευτος ο αριθμός των ανθρώπων που ψάχνουν για παιδική πορνογραφία», περιγράφει η κ. Απέργη.
Πάρα πολλοί χρήστες του ίντερνετ εκτίθενται σε παιδική πορνογραφία πριν γίνουν ενήλικες. Πολλοί από αυτούς εθίζονται, δηλαδή ενώ μπορεί να έχουν σκέψεις από πριν, το γεγονός ότι εκτέθηκαν στο υλικό, τους οδήγησε να ψάξουν και να κακοποιήσουν ένα παιδί, επισημαίνει η κ. Απέργη.
Το 70% αυτών που παρακολουθούν πρώτη φορά τέτοια βίντεο είναι κάτω των 18 ετών, το 40% κάτω των 13, ενώ το 50% φοβάται ότι βλέποντάς τα μπορεί να προχωρήσει στο να κάνει κάτι αντίστοιχο, σύμφωνα με τη έρευνα “CSAM Users in the Dark Web: Protecting Children Through Prevention» Suojellaan Lapsia/Protect Children.
Κάποιο κοινό προφίλ για τους δράστες δεν υπάρχει. Εμφανίζονται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, επίπεδα εκπαίδευσης κλπ. αναλύει η κ. Απέργη.
Ένα μικρό ποσοστό είχε υποστεί παρόμοιο περιστατικό στην παιδική ηλικία, κάποιοι είναι εθισμένοι στο διαδίκτυο, ενώ κάποιοι έχουν οι ίδιοι δυσκολίες ως ενήλικες, δεν έχουν κοινωνικές δεξιότητες, δεν μπορούν να προσεγγίσουν συνομήλικούς τους, αναφέρει η κ. Απέργη. Όμως κανείς δεν μπορεί να γενικεύσει τα χαρακτηριστικά τους, ξεκαθαρίζει.
«Δυσκολευόμαστε να παρέμβουμε στους δράστες, για αυτό και η παρέμβαση γίνεται στα παιδιά, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς», τονίζει.
Διαφορά σεξουαλικής κακοποίησης και παιδοφιλίας
Πάρα πολύ κόσμος θεωρεί λανθασμένα, πως αυτός που θα κακοποιήσει είναι παιδόφιλος, υπογραμμίζει η κ. Απέργη και εξηγεί: « Η επιστημονική διάγνωση της παιδοφιλίας είναι ψυχική νόσος, τα συμπτώματα της οποίας επηρεάζουν τους πάσχοντες. Ένας παιδόφιλος, για να πάρει τη διάγνωση ότι πάσχει από παιδοφιλία, σημαίνει πώς υποφέρει για αυτό που του συμβαίνει».
Τα περισσότερα άτομα που κατηγορούνται για κακοποίηση δεν πάσχουν, δεν υποφέρουν από αυτό, δεν πληρούν τα κριτήρια της νόσου, συμπληρώνει. Πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα. Όταν φθάσουν στο δικαστήριο, βέβαια, όλοι δηλώνουν πως νοσούν, ότι ήταν εκτός ελέγχου. Στην πραγματικότητα ένα πολύ μικρό ποσοστό από τους θύτες υποφέρει πραγματικά, καταλήγει η κ. Απέργη.
Δομικά και θεσμικά κενά στην Ελλάδα ελλείψει κεντρικού συστήματος αναφορών
Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμα κεντρικό σύστημα αναφορών, στοιχεία και στατιστικά δεδομένα για τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, σύμφωνα με την κ. Απέργη.
Ασχολούνται πολλοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί, χωρίς όμως έναν εποπτικό φορέα. Υπάρχει δυσκολία στο πού να πάει κανείς να κάνει αναφορά. «Πηγαίνει ένα παιδί στο νοσοκομείο με ένα ύποπτο κάταγμα. Πιθανόν να ξαναπάει και δεύτερη και τρίτη φορά και κανείς δεν μπορεί να κάνει τη σύνδεση, γιατί δεν καταγράφεται κάπου, δεν υπάρχει η βάση δεδομένων», δίνει ένα παράδειγμα η κ. Απέργη.
Το σύστημα πάσχει δομικά, στο πώς να χειριστεί τα περιστατικά. Επίσης, θεσμικά, ακόμα και για αυτά τα λίγα περιστατικά που γίνονται γνωστά, δεν υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό στην εισαγγελία και στην αστυνομία να τα διαχειριστεί.
«Σε όλη την Αττική υπάρχουν δυο Εισαγγελείς Ανηλίκων, οι οποίοι εργάζονται συγκεκριμένες μέρες και ώρες, αδύνατο να ασχοληθούν με όλα τα περιστατικά», εξηγεί η κ. Απέργη.
«Από την πλευρά μας, προσπαθούμε να προλαμβάνουμε και να ενημερώνουμε. Το ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί είναι τι γίνεται μετά», σημειώνει.
Οδηγίες προς τους γονείς
Ποια βήματα πρέπει να ακολουθήσουν οι γονείς για να προστατεύουν τα παιδιά τους;
Η κ. Απέργη δίνει κάποιες γενικές οδηγίες:
Να μιλήσουν στα παιδιά. Όχι για την κακοποίηση, να μην τα τρομάξουν, αλλά να μάθουν να προστατεύουν και να οριοθετούν το σώμα τους. Αρχικά οι γονείς ενημερώνουν τα παιδιά, ότι μπορούν να συζητούν γύρω από αυτά τα θέματα, να μην υπάρχει μυστικότητα, γιατί μετά με δυσκολία μιλούν τα παιδιά.
Να γνωρίζουν ποια είναι τα ιδιωτικά σημεία του σώματος, ποιος μπορεί και δεν μπορεί να τα αγγίζει, ότι μπορούν να πουν όχι, ότι πρέπει να εμπιστεύονται τα συναισθήματά τους, να συζητούν τη διαφορά μεταξύ μυστικών και εκπλήξεων. Για παράδειγμα, ένα πάρτυ μπορεί να είναι έκπληξη, αλλά οτιδήποτε τους πουν να κρατήσουν μυστικό από τους γονείς, δεν είναι μυστικό.
Όταν συμβεί στο παιδί κάτι, να συνεχίσει να μιλάει σε ενήλικες μέχρι κάποιος να το πιστέψει. Μπορεί, για παράδειγμα, ο πρώτος να το αμφισβητήσει, γιατί σοκάρεται.
Η συζήτηση δεν γίνεται μια φορά. Όσο μεγαλώνει το παιδί, η πληροφόρηση πρέπει να συνεχιστεί με προσαρμοσμένο λεξιλόγιο.
Αν το παιδί αντιδράσει, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να αποφύγει την κακοποίηση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ