f

Get in on this viral marvel and start spreading that buzz! Buzzy was made for all up and coming modern publishers & magazines!

Fb. In. Tw. Be.
Image Alt

Googlareis.gr

Τι σημαίνει το όνομά σου;

Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας δεν θα μπορούσε να μην εκφράζεται και από την ονοματοδοσία, αφού τα ελληνικά ονόματα – σχεδόν πάντα – κάτι σημαίνουν.

A

Αγγελική: από το άγγελος και το ρήμα αγγέλω: φέρνω είδηση, προμηνύω.

Άγγελος: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.

Αγησίλαος: άγω + λαός, αυτός που οδηγεί τον λαό

Aγλαΐα: αγλαός = φωτεινός, λαμπερός

Αθανάσιος: ο αθάνατος, ο αιώνιος.

Αικατερίνη: εκ του καθαρός: εξαγνισμένη ή εαρινή, ανοιξιάτικη

Αιμίλιος: εκ του λατινικού aimilius > aemulus = ζηλότυπος, ανταγωνιστής.

Αλέξανδρος: αλέξω = απομακρύνω + ανήρ, ο ανδρείος.

Άλκηστης: αλκή = αποκρούω + εστία, η ατρόμητη, η ικανή.

Αλκμήνη: αλκή (ευρωστία) + μήνη: σελήνη, αυτή που γεννήθηκε σε εύρωστη σελήνη

Αμαλία: ετυμολογία από την γερμανική: εργατική, δραστήρια

Ανάργυρος: α (στερητ.) +αργύρια, ο χωρίς χρήματα

Αναστάσιος: ανα + ίστημι: στέκομαι, σχετιζόμενος με την ανάσταση του Χριστού

Ανδρέας: ανδρείος, εκ του ανήρ

Ανδριάνα: παραλλαγή της Ανδρεανής (αυτή που ανήκει στον Ανδρέα)

Ανθή: εκ του ανθώ= ακμάζω, ευδοκιμώ, αυτή που ακμάζει.

Άννα: από το εβραϊκό Χάνα που σημαίνει εύνοια, χάρη

Αντιγόνη: αντί + γίγνομαι (γεννιέμαι) = ισάξια με τον γεννήτορα, τον πατέρα της.

Αντώνης: εκ του άντωση= άνωση, ο ορμητικά αντίθετος

Αργυρώ: από το επίθετο αργύριος (σχετικός με τα χρήματα), η πολύτιμη

Αρετή: από το αρχ. ουσιαστικό αρετή., η τέλεια, υπέροχη.

Αριάδνη: άρι: πολύ + αγνή

Άρτεμης: η λέξη “Άρτεμις” είναι άγνωστης προέλευσης. Ίσως να συσχετίζεται με προ-ελληνική θεότητα της Μ. Ασίας. Ωστόσο, η αρτεμισία είναι αρωματικό αειθαλές φυτό.

Ασπασία: θηλυκό του αρχ. επιθέτου ασπάσιος (χαρούμενη, ευτυχισμένη)

Αφροδίτη: αφρός + αναδύω

B

Βαρβάρα: από το αρχαιοελληνικό επίθετο βάρβαρος «ο μη ελληνόφωνος, ο ξένος».

Βασίλειος: βασιλεύς ή αυτός που ανήκει στον βασιλιά

Γ

Γεράσιμος: εκ του γεράσμιος, ο σεβάσμιος

Γλυκερία: εκ του γλυκύς, η γλυκειά

Γεώργιος: εκ του γεωργώ = γη + έργο, ο εργαζόμενος στην γη

Γρηγόριος: εκ του γρηγορώ, ο άγρυπνος, ακοίμητος φρουρός.

Δ

Δέσποινα: εκ του αρχαιοελληνικού δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης < *despotnia < *dems, αρχαϊκή γενική του δόμος, σπίτι + πότνια. Η οικοκυρά, η κυρία του σπιτιού.

Δημήτριος: Δη (δωρικός τύπος του Γη) + μήτηρ, αυτός που ανήκει στη θεά Δήμητρα

Δημοσθένης: δήμος + σθένος, η δύναμη του λαού

Ε

Ελένη: ελένη, που σημαίνει «λαμπάδα» ή από τη ρίζα ελε- που σημαίνει κυριεύω, κατακτώ.

Ειρήνη: είρω (λέγω ) + νους, αυτή που μιλά ήρεμα και λογικά.

Εμμανουήλ: από το εβραϊκό Immánu El (ο Θεός είναι μαζί μας), ο σωτήρας, ο ελευθερωτής.

Ευάγγελος: αγγελιοφόρος που φέρνει καλά νέα, καλός άγγελος [από το αρχαίο επίρρημα ευ- (καλά, εύκολα) + το ουσιαστικό άγγελος]

Ευφροσύνη: αυτή που έχει κέφι, χαρά, η καλοδιάθετη.

Επαμεινώνδας: επί + άμεινον, ο προοδευτικός.

Ερατώ: ερώ: αγαπώ, αυτή που αγαπά.

Ευάγγελος: ευ + αγγέλω, αυτός που φέρνει ευχάριστα νέα.

Ευανθία: ευ + άνθος, η όμορφη.

Ευγενία: ευ + γένος, αυτή που είναι από καλό γένος.

Ευδοκία: ευ + δοκώ, η έχουσα καλή άποψη.

Ευτύχιος: ευ + τύχη, αυτή που έχει καλή τύχη.

Ευφημία: ευ + φημί, αυτή που έχει καλή φήμη.

Ζ

Ζαφείριος: από την αρχαία λέξη σάπφειρος, ένας πολύτιμος λίθος με χρώμα βαθύ γαλάζιο (το ζαφείρι).

Ζηνοβία: από το αρχαίο κύριο όνομα Ζάν (Ζευς ήταν ο Δίας) + το ουσιαστικό βίος (ζωή). Σημαίνει αυτή που ζει σαν θεά, έχει τη δύναμη του Δία.

H

Ηλίας: (εβραϊκή), «ο Θεός είναι Κύριος» ή «είναι ο θεός μου»

Ηλέκτρα: εκ του ηλέκτωρ: ο ακτινοβολών ήλιος, η λαμπρή, η φωτεινή.

Hρακλής: Ήρα +κλέος, ο δοξασμένος από την Ήρα ή πολύ δυνατός.

Θ

Θάλεια: εκ του θάλλω, η πλήρης, η ανθηρή.

Θέμις: τίθημι = θεσμός, αυτός που θέτει.

Θεμιστοκλής: θέμις (δικαιοσύνη) + κλέος, αυτός που δοξάζει την δικαιοσύνη.

Θεοδώρα: θεού + δώρο, δώρο θεού.

Θεόφιλος: θεού + φίλος, ο φίλος του θεού.

Θησέας: θήσω, εκ του τίθημι, αυτός που θέτει.

Θωμάς: (εβραϊκή) ο δίδυμος.

Ι

Ιάσων: εκ του ίασις, αυτός που θεραπεύει.

Ιάκωβος: (εβραϊκό) αυτός που υποσκελίζει

Ιωσήφ-ίνα: εβραϊκό, ο πολύτεκνος, -η

Ιερώνυμος: εκ του ιερό + ώνυμος (όνομα), ο φέρων ιερό όνομα

Ιορδάνης: (εβραϊκή) Yarden που σημαίνει εκροή, αυτός που κατεβαίνει ορμητικά.

Ισμήνη: αγνώστου ετυμολογίας, κατά μία άποψη εκ του ίσμεν>οίδα>γνωρίζω, η συνετή.

Ιφιγένεια: ίφι: αρχαία δοτ. του “ις”, ισχυρώς, κραταιώς + γίγνομαι, η πολύ ισχυρή.

Ιωάννης: από την εβραϊκή λέξη Ιωννάθαν, η χάρη του Θεού

Κ

Καλλιόπη: εκ του καλή + όπη= φωνή, η καλλίφωνη.

Κίμων: εκ του “κίω”, αυτός που βαδίζει γρήγορα.

Κλέαρχος: κλέος + άρχω, ο ένδοξος άρχων

Κλειώ: εκ του “κλείω”= ονομάζω, καλό και “κλέος”= δόξα, η έχουσα υπόληψη.

Κλεοπάτρα: κλέος + πάτρη, η δόξα της πατρίδος.

Κοσμάς: από το αρχαίο ουσιαστικό κόσμος (στολισμός), αυτός που αγαπάει την τάξη, το στολισμό

Κυριακή: εκ του επιθέτου “κυριακός” που σημαίνει “η ημέρα του Κυρίου”

Κωνσταντίνος: προέρχεται από τη λατινική λέξη Constantinus < constans που σημαίνει ο σταθερός, ο αποφασισμένος, ο βέβαιος.

Λ

Λάζαρος: (εβραϊκή) Ελεάζαρ= αυτός που τον έχει βοηθήσει ο Θεός.

Λεωνίδας: λαός + οιδα + γνωρίζω, αυτός που γνωρίζει τον λαό ή εκ του λέων, λιοντάρι.

Λυδία: 1) από το λυδός= λείος, απαλός, αυτή που έχει λεία και απαλή επιδερμίδα. 2) η καταγόμενη από τη Λυδία, την αρχαία χώρα της Μ. Ασίας.

Μ

Μάρθα: (αραμαϊκή) Marta= κυρία, οικοδέσποινα.

Μαρία: προέρχεται από τη λέξη Μαριάμ της αραμαϊκής γλώσσας που μιλιόταν στη Μέση Ανατολή. Σημαίνει πίκρα, οργή, παράπονο.

Μαρίνα: η θαλασσινή.

Μάρκος: εκ του mars (Άρης), ο φιλοπόλεμος.

Μενέλαος: μένος + λαός, αυτός που εκπροσωπεί την ορμή του λαού.

Μηνάς: πιθανώς εκ του “μηνώ”, στέλνω μήνυμα, ειδοποιώ.

Μιλτιάδης: μίλτος: ερυθρά βαφή, κοκκινωπός, στο χρώμα του αίματος.

Μιχαήλ: από την εβραϊκή λέξη Mikhaél, όμοιος με τον Θεό.

Ν

Ναταλία: η λέξη προέρχεται από τη μεταφορά του γαλλικού natalie= γενέθλια, ημέρα γεννήσεως.

Ναυσικά: ναυς + καίνυμαι: υπερτερώ, αυτή που υπερτερεί στην θάλασσα.

Νεφέλη: νέφω: χύνω ύδωρ, αυτή που φέρνει το σκότος

Νικηφόρος: νίκη + φέρω, αυτός που φέρνει τη νίκη

Νικόλαος: νίκη + λαός, αυτός που χαρίζει τη νίκη στον λαό.

Ξ

Ξενοφών: ξένος + φωνέω, αυτός που ηχεί ξένα, παράξενα.

Ο

Οδυσσέας: οδύσσομαι: διώκομαι, αυτός που διώκεται.

Όθων: από τη γερμανική Otto < πρωτογερμανική *audaz (πλούτη) ο έχων πλούτη και περιουσία

Όλγα: από αρχαία σκανδιναβική ρίζα, η υγιής, η ευτυχισμένη.

Ορέστης: όρος + ίσταμαι, ο ορεινός

Π

Παρασκευή: παρα + σκευάζω, αυτή που προετοιμάζει

Περικλής: περί + κλέος, ο ένδοξος, ο φημισμένος

Πέτρος: από το αρχαίο ουσιαστικό πέτρος (πέτρα). ο σταθερός, ο ακλόνητος

Πηνελόπη: από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις πήνη (νήμα) + λέπω (ξετυλίγω). Η υφάντρια

Ρ

Ρέα: προελληνικής προέλευσης, εκ του ράος= έτοιμος, η έτοιμη

Ρήγας: (μεσαιωνική ελληνική) εκ του ρηξ> λατινικά rex, ο βασιλιάς

Ρωμανός: εκ της “ρώμης”= δύναμη, ο σφριγηλός

Σ

Σάββας: (εβραϊκή) από το Σάββατο.

Σέργιος: αυτός που του αρέσει ο περίπατος, το σεργιάνι

Σοφοκλής: σοφός + κλέος, ο έχων δόξα σοφού

Σπυρίδων: πιθανόν να προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό σπυρίς, γεν. σπυρίδος (ψαροκόφινο). Επομένως Σπυρίδων είναι ο κοφινάς, ο καλαθάς

Σταμάτιος/Σταματία/Σταματούλα: αυτός/ή που σταματάει κάτι

Στέλλα: (λατινικά) stella= το αστέρι

Στέργιος: στέργω = δείχνω στοργή

Στυλιανός: εκ του στύλος, αυτός που στεριώνει σαν στύλος.

Σωκράτης: σώζω + κράτος, αυτός που σώζει το κράτος, ο ισχυρός.

Σωτήρης: εκ του σωτήρ= ο λυτρωτής

Τ

Τατιάνη: (λατινικά) tatianus, ονομασία ρωμαϊκής φυλής

Τερέζα: από το ελλην. θερίζω δηλώνοντας γονιμότητα και κατ΄ άλλους από το τοπωνύμιο Θήρα

Τηλέμαχος: τηλέ: μακριά + μάχομαι

Τρύφων: ο φιλήδονος

Φ

Φαίδρα: θηλυκό του Φαῖδρος < φαιδρός < φαίνω, η λαμπερή, η χαρούμενη

Φαίδων: εκ του φαιδρός, χαρούμενος, γελαστός

Φίλιππος: φίλος + ίππος, ο φίλος των αλόγων

Φραγκίσκος: από τη λατινική λέξη Franciscus (γαλλικός), ο γνήσιος Γάλλος ή αυτός που αγαπά τη Γαλλία

Φοίβος: εκ του φάος= φωτεινός

Φώτιος: από το αρχαίο ουσιαστικό φως, γεν. φωτός (ο φωτεινός, ο λαμπρός)

Φωτεινή: η θηλυκή μορφή του ονόματος Φώτιος (η λαμπερή)

Χ

Χαράλαμπος: από τα ουσιαστικά χαρά + λάμπω. αυτός που λάμπει από χαρά

Χαρίκλεια: αρχαίο όνομα από τα ουσιαστικά χάρις (η χάρη) + κλέος (δόξα), η ξακουστή για τη χάρη της

Χρήστος: παράλληλη γραφή του Χρίστος. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή-λιγότερο πιθανή, από το επίθετο χρηστός (χρήσιμος, ωφέλιμος)

Χαρίλαος: χάρη + λαός, αυτός που έχει την εύνοια του λαού

Χριστόφορος: Χριστός + φέρω, ο φέρων τον Χριστό