Θεσσαλονίκη: Nα επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την ανάπλαση της ΔΕΘ ζητούν οι φορείς
Την πεποίθηση ότι ήρθε η ώρα για να προχωρήσει η ανάπλαση του εκθεσιακού κέντρου της ΔΕΘ στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, καθώς το έργο είναι απόλυτα αναγκαίο και έχει ωριμάσει σημαντικά, εξέφρασαν σήμερα ο υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης), Στάθης Κωνσταντινίδης, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας και ο δήμαρχος του κεντρικού δήμου, Κωνσταντίνος Ζέρβας, με την ευκαιρία της συνέντευξης Τύπου για τη φετινή 87η Διεθνή Έκθεση. Αναλυτικότερα, αναφερόμενος στο «αύριο» της ΔΕΘ, ο κ. Κωνσταντινίδης επισήμανε ότι, με βάση τους ρυθμούς ανάπτυξης της ΔΕΘ και τις υφιστάμενες υποδομές του εθνικού εκθεσιακού φορέα, οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξής του «ταβανιάζουν».
«Η υπόθεση της ανάπλασης ωρίμασε σημαντικά (…) Ήρθε η ώρα για την ανάπλαση, που θα σηματοδοτήσει και τον μετασχηματισμό στη λειτουργία του φορέα (…) Νομίζω πως το έργο έχει πια φύγει από το επίπεδο της συζήτησης και της ασυμφωνίας των φορέων, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες. Είμαστε στο στάδιο της λήψης των τελικών αποφάσεων. Η ΔΕΘ, με την πολύ καλή προσπάθεια της διοίκησης και των στελεχών της, έχει φτάσει στα υψηλότερα επίπεδά της -άρα πρέπει άμεσα να λυθούν τα ζητήματα. Θα συμφωνήσω ότι όλοι θα θέλαμε να εξελίσσονται τα πράγματα πιο γρήγορα, αλλά γνωρίζουμε όλοι ότι τα μεγάλα έργα έχουν πολλές φορές τέτοιες διαδικασίες, που δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει ούτε τους χρόνους, ούτε την ολοκλήρωσή τους. Μέλημα και ευθύνη όλων μας είναι να συνεργαστούμε» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κωνσταντινίδης.
Ο κ. Τζιτζικώστας διατύπωσε την εκτίμηση ότι η ανάπλαση, ένα έργο που δεν αφορά μόνο τη ΔΕΘ, αλλά συνολικά την τοπική και εθνική οικονομία, έχει καθυστερήσει σημαντικά και πρόσθεσε ότι είναι το πρώτο θέμα που ο ίδιος θα θέσει στον πρωθυπουργό στην επόμενη συνάντησή τους. Εξέφρασε την ευχή η φετινή ΔΕΘ να είναι η τελευταία που θα πραγματοποιηθεί με βάση τα σημερινά δεδομένα -ευχόμενος, ουσιαστικά, να έχουν ήδη εκκινήσει οι εργασίες το 2024- και πρόσθεσε ότι το έργο χρειάζεται να αρχίσει άμεσα και με το χρηματοδοτικό σχήμα που έχει ήδη συμφωνηθεί, από δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, την Περιφέρεια, τον δήμο και όλους τους οικονομικούς και αναπτυξιακούς φορείς, δηλαδή αυτό της Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ).
«Ως Περιφέρεια είμαστε εδώ για να στηρίζουμε το έργο και οικονομικά» τόνισε, συμπληρώνοντας ότι το συγκεκριμένο πρότζεκτ σχετίζεται και με ένα άλλο, που είναι μεγάλης σημασίας για την Περιφέρεια: την ανάπλαση του παραλιακού μετώπου της Θεσσαλονίκης. Σχετικά με τις φήμες που διαδίδονται το τελευταίο διάστημα, περί αλλαγής του χρηματοδοτικού μοντέλου της ΣΔΙΤ για την ανάπλαση, ο κ. Τζιτζικώστας ξεκαθάρισε πως δεν έχει προκύψει τέτοιο ζήτημα, αλλά και ότι σε περίπτωση που θα υφίστατο, ο ίδιος διαφωνεί ριζικά. «Επιμένουμε ότι το σωστό μοντέλο είναι το σχήμα ΣΔΙΤ, στο οποίο η ανάπλαση περίπου κατά το ήμισυ θα καλυφθεί με δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τη ΔΕΘ και σε ένα ποσοστό περίπου 40% από τον όποιο ιδιώτη. Το σχήμα ΣΔΙΤ είναι για εμάς η λύση -και πρέπει να προχωρήσει άμεσα» τόνισε.
Με αγωνία αναμένει την έναρξη των εργασιών για την ανάπλαση του εκθεσιακού κέντρου της ΔΕΘ η διοίκηση του δήμου Θεσσαλονίκης, όπως επισήμανε ο κ. Ζέρβας, ο οποίος εξέφρασε ακόμα την ευχή το 2024 η πρόσβαση στους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης να γίνεται με το Μετρό Θεσσαλονίκης. Πρόσθεσε ότι ο δήμος βοήθησε στην ολοκλήρωση -το ταχύτερο δυνατό- του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου για την ανάπλαση, ώστε το έργο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιό του, που είναι το επενδυτικό του κομμάτι. «Η εικόνα που έχουμε (ως προς το χρηματοδοτικό σχήμα) είναι για συμμετοχή του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα» σημείωσε και πρόσθεσε: «η συζήτηση αυτή πρέπει να λήξει, και περιμένω κι εγώ τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, την τελική του πρόταση» για ένα βιώσιμο σχέδιο για την ανάπλαση και τη λειτουργία της ΔΕΘ για τα επόμενα χρόνια, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό συνολικά για την προοπτική της Θεσσαλονίκης.
Υπενθυμίζεται ότι ο προϋπολογισμός του έργου της ανάπλασης είχε προσδιοριστεί, προ πανδημίας, σε περίπου 200 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, στη συνέχεια, συνεπεία της αύξησης της ανατίμησης των δομικών υλικών, του «ράλι» του ενεργειακού κόστους και των πληθωριστικών πιέσεων, αναθεωρήθηκε σε περίπου 280 εκατ. ευρώ, ενώ κατά τις τελευταίες εκτιμήσεις δεν αποκλείεται να προσεγγίσει τελικά τα 300 εκατ. ευρώ.